ἁλώιος

ἁλώιος
ἁλώιος, α, ον,
A = ἁλωεινός, Nic.Th.113. [full] Ἁλωίς, v. Ἁλωάς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλώιος — ἁλώιος, α, ον (Α) [ἅλως] αλωνιστικός ἁλώια ἔργα, εργασίες που σχετίζονται με το αλώνισμα …   Dictionary of Greek

  • ἁλῴων — ἁλώιος fem gen pl ἁλώιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴη — ἁλώιος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴης — ἁλώιος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴοις — ἁλώιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώια — ἁλώιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴα — ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc/acc dual ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”